υδρίδιο

υδρίδιο
το
χημική ένωση του υδρογόνου με στοιχείο ή ρίζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδρίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων στις οποίες ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου είναι ενωμένα με ένα άτομο μεταλλικού ή επαμφοτερίζοντος χημικού στοιχείου (α. «υδρίδιο ιοντικής κατασκευής» β. «υδρίδιο μεταλλικής κατασκευής»… …   Dictionary of Greek

  • λίθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Li. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των μετάλλων των αλκαλίων. Έχει ατομικό αριθμό 3, ατομική μάζα 6,941, δύο σταθερά ισότοπα (τα 6Li και 7Li) και δύο ραδιενεργά (τα 8Li… …   Dictionary of Greek

  • υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια …   Dictionary of Greek

  • υδρόλιθος — ο, Ν 1. (ορυκτ.) ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών ζεολίθων 2. χημ. υδρίδιο τού ασβεστίου, που διασπάται κατά την εν ψυχρώ κατεργασία του με νερό, απελευθερώνοντας αέριο υδρογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrolithe (<υδρ[ο] * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”